Κοινά λάθη: Περίπλοκες, ασαφείς και μεγάλες ερωτήσεις

“Πιστεύετε ότι η διαθεσιμότητα ποτών χαμηλού αλκοόλ με γεύση που θυμίζει φρούτο είναι επαρκής;”

Σε ένα παρόμοιο ερώτημα, ένα ήρεμο άτομο ίσως κάτσει να σκεφτεί τι να γράψει. Ένα ανυπόμονο άτομο, όμως, πιθανότατα να κλείσει την ιστοσελίδα και να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Και εάν αυτή η ιστοσελίδα είναι η διαδικτυακή μας έρευνα, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα σοβαρό πρόβλημα. Το πρώτο άτομο της έρευνάς μας δεν ξέρει πώς να απαντήσει, ενώ το δεύτερο αφήνει το ερωτηματολόγιο μας αναπάντητο. ..

Οι περίπλοκες ερωτήσεις αποτελούν μια παγίδα, στην οποία μπορεί πολύ εύκολα να πέσει κάθε ερευνητής.

Περίπλοκες ερωτήσεις

Οι περίπλοκες ερωτήσεις, όπως υποδηλώνει και το όνομα, είναι αυτές που ακούγονται μπερδεμένες και κινδυνεύουν να μην γίνουν κατανοητές από τους ερωτηθέντες. Η αποφυγή τους πρέπει να αποτελεί στόχο κάθε έρευνας, μέσω της οποίας ένας ερευνητής (ή μία ομάδα ερευνητών) αναζητά την άποψη ενός μεγάλου κοινού, είτε η έρευνα αυτή αφορά σε θέματα μάρκετινγκ, είτε εκπαίδευσης, δημοσίων σχέσεων ή κάποιο άλλο είδος.

Σε πρώτη ανάγνωση, το παραπάνω ερώτημα φαίνεται σαφές και εύκολο -είτε υπάρχει επαρκής διαθεσιμότητα παρόμοιων ποτών ή όχι. Ωστόσο, το κριτήριο με το οποίο θα κριθεί αυτή η διαθεσιμότητα είναι ασαφής. Ένας προμηθευτής μπορεί να πιστεύει ότι το δίκτυο διανομής του συγκεκριμένου ποτού είναι επαρκώς ανεπτυγμένο. Ένας καταναλωτής, όμως, μπορεί να είναι εκνευρισμένος γιατί είναι δύσκολο να βρει μια μπύρα με φρουτώδη γεύση σε κάποιο κοντινό κατάστημα. Ποιανού την άποψη χρειαζόμαστε;

Από την άλλη, η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην ερώτηση είναι πολύ περίπλοκη και δεν γίνεται εύκολα κατανοητή από όλους. Από την επιλογή των λέξεων στη φράση “ποτά χαμηλού αλκοόλ με γεύση που θυμίζει φρούτο” ( που δεν είναι άλλο από “μπύρες με φρουτώδη γεύση”) έως την ίδια τη δομή της ερώτησης, όλα είναι υπερβολικά μπερδεμένα.

Προκειμένου ένας ερευνητής να μπορέσει να αποφύγει τις περίπλοκες ερωτήσεις, θα πρέπει από την αρχή να αποφασίσει τι ακριβώς είναι αυτό που επιθυμεί να μάθει μέσα από τις ερωτήσεις του. Τότε θα είναι εύκολο να τις θέσει με απλά λόγια, δηλαδή σε κοινή και εύκολα κατανοητή γλώσσα για όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα.

Ασαφείς ερωτήσεις

“Ποια είναι η γνώμη σας για το παρκάρισμα;”

Η ερώτηση μπερδεύει. Ο ερωτηθέντας δεν μπορεί να καταλάβει τι πρέπει να απαντήσει. Η ερώτηση αφορά στις διαθέσιμες θέσεις για παρκάρισμα στο κέντρο της πόλης; Στην ικανότητα των οδηγών να παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους; Στο κόστος παρκαρίσματος; Ή μήπως στην τεχνική επιβάρυνση που έχει το παρκάρισμα στη φυσική κατάσταση του αυτοκινήτου; Ή αφορά σε αυτοκίνητα που είναι παρκαρισμένα σε πεζοδρόμια και δυσκολεύουν τους πεζούς, ειδικά τις μητέρες με καροτσάκια; Τελικά, ποια είναι η ερώτηση;

Ορίστε άλλο ένα παράδειγμα μιας ασαφούς ερώτησης, παρότι δείχνει απλή και εύκολη:

“Πόσες φορές επισκευάσατε το αυτοκίνητό σας τον τελευταίο χρόνο;”

Σε πρώτη ανάγνωση, η ερώτηση είναι σαφής και ξεκάθαρη. Ωστόσο, ορισμένα άτομα θα σκεφτούν πόσες φορές πήγαν το αυτοκίνητό τους σε ένα συνεργείο ενώ άλλα μπορεί να συμπεριλάβουν και τις φορές που πραγματοποίησαν μόνοι τους επισκευές στο αυτοκίνητό τους. Για τον ιδιοκτήτη ενός καινούργιου συνεργείου αυτοκινήτων που πραγματοποιεί τη συγκεκριμένη έρευνα η διαφορά αυτή έχει μεγάλη σημασία για το αποτέλεσμα!

Μεγάλες ερωτήσεις με πολλές λέξεις και παραδείγματα

Η επέκταση σε πολλές λεπτομέρειες και η χρήση περίπλοκων εκφράσεων εγκυμονεί κινδύνους για την έρευνα. Ορίστε ένα ενδεικτικό παράδειγμα:

“Η επόμενη ερώτηση αφορά σε δραστηριότητες του σπιτιού, οι οποίες απαιτούν χειρονακτικές εργασίες. Ως χειρονακτικές εργασίες εννοούμε π.χ. σκάψιμο του κήπου, κοπή ξύλων, μετακίνηση επίπλων, κ.λπ. Πόσο συχνά ασχολείστε με χειρονακτικές εργασίες μέσα στην εβδομάδα;”

Αυτή η υπερβολικά μεγάλη ερώτηση απαιτεί πολύ χρόνο για να διαβαστεί. Επίσης, εισάγει συγκεκριμένες ιδέες που μπορεί να στρέψουν τη σκέψη των ερωτηθέντων προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η αναφορά σε διάφορες δραστηριότητες προφανώς αποσκοπεί να αποσαφηνίσει στον ερωτηθέντα τι ακριβώς εννοείται ως “χειρονακτικές εργασίες“, ωστόσο αυτά τα παραδείγματα επικεντρώνουν την προσοχή του σε πολύ συγκεκριμένες δραστηριότητες. Ο ερωτηθέντας μπορεί ασυναίσθητα να αρχίσει να τις διαχωρίζει: Αυτό το κάνω, αυτό όχι… Κατά συνέπεια, ίσως κάποιος που ασκεί ορισμένες χειρονακτικές εργασίες (π.χ. να κλαδεύει τα δέντρα του κήπου) να μη βρει τη “δική του απάντηση” στη λίστα των παραδειγμάτων που του έχει δοθεί. Συνεπώς, η απάντησή του μπορεί να είναι αρνητική.

Περιττό να πούμε ότι κάτι παρόμοιο θα στρεβλώσει τα τελικά αποτελέσματα της μελέτης. Στην πραγματικότητα, όταν δίνουμε συγκεκριμένα παραδείγματα και αναφορές είναι σχεδόν σαν να παραθέτουμε καθοδηγητικές ερωτήσεις (βλ. περισσότερα για καθοδηγητικές ερωτήσεις), τις οποίες θα πρέπει να χειριζόμαστε πολύ προσεκτικά.

Πώς θέτουμε σωστά ερωτήματα;

Ανατρέχοντας πίσω στα παραπάνω ερωτήματα, δείτε πώς αυτά θα μπορούσαν να τεθούν πιο σωστά:

“Βρίσκετε εύκολα μπύρες με φρουτώδη γεύση σε κοντινά σας καταστήματα;”

“Τι γνώμη έχετε για τη διαθεσιμότητα θέσεων παρκαρίσματος στο κέντρο;”

“Πόσες φορές επισκευάσατε το αυτοκίνητό σας σε κάποιο συνεργείο τον τελευταίο χρόνο;”

“Η επόμενη ερώτηση αφορά σε χειρονακτικές εργασίες στο σπίτι. Ως τέτοιες νοούνται οι δραστηριότητες που σας κάνουν να νιώθετε κούραση αν τις κάνετε για περισσότερο από 15 λεπτά. Πόσο συχνά την εβδομάδα ασχολείστε με χειρονακτικές εργασίες;”

Ακόμα και οι πιο “προχωρημένοι” ερευνητές κινδυνεύουν να πέσουν σε παγίδες

Κανένας ερευνητής δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν πρόκειται να πέσει στην παγίδα μιας περίπλοκης ερώτησης. Ας απαντήσουμε σε μία ερώτηση από μία πραγματική ιατρική έρευνα: “Κατά τους τελευταίους 12 μήνες, πόσες φορές επισκεφτήκατε ή μιλήσατε στο τηλέφωνο με το γιατρό σας σχετικά με τη συναισθηματική σας υγεία;”.

Αυτή η ερώτηση φαίνεται σωστή. Ωστόσο, οι επιστήμονες εντόπισαν σημαντικές αποκλίσεις στα αποτελέσματα. Το πρόβλημα προέκυψε από το γεγονός ότι οι περισσότεροι ερωτηθέντες επικεντρώθηκαν στη φράση “…μιλήσατε στο τηλέφωνο με το γιατρό σας”. Αυτή η φράση είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την υπόλοιπη δομή της ερώτησης. Εστιάζει την προσοχή προς αυτή την κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα ήταν η πλειοψηφία των ερωτηθέντων να διαβάσουν την ερώτηση ως εξής: “Τους τελευταίους 12 μήνες, πόσες φορές μιλήσατε στο τηλέφωνο με το γιατρό σας σχετικά με τη συναισθηματική σας υγεία;”. Οπότε η πλειοψηφία απάντησε “μηδέν”.

Η ερώτηση θα έπρεπε να έχει τεθεί ως εξής:

“Τους τελευταίους 12 μήνες, πόσες φορές επισκεφτήκατε ή μιλήσατε στο γιατρό σας σχετικά με τη συναισθηματική σας υγεία;”.

Τώρα που κατανοούμε καλύτερα τις παγίδες των περίπλοκων ερωτήσεων, διπλών ερωτήσεων και καθοδηγητικών ερωτήσεων, μπορούμε να ετοιμάσουμε έρευνες με ερωτήσεις που είναι εύκολες για τους συμμετέχοντες. Διασφαλίζοντας έτσι ότι θα μας δώσουν πολύτιμες πληροφορίες.

Σας προτείνουμε, λοιπόν, να ακολουθήσετε αυτές τις συμβουλές και να δημιουργήσετε τη δική σας έρευνα τώρα!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.